- φαρμακολογικός
- -ή, -ό, Ν [φαρμακολογία]ο σχετικός με τη φαρμακολογία.επίρρ...φαρμακολογικώς και φαρμακολογικά, Ναπό φαρμακολογική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμακολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φαρμακολογία (βλ. λ.), που είναι της φαρμακολογίας: Φαρμακολογικά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)